- βρισκούμενο
- το1. τα υπάρχοντα, η περιουσία2. ό,τι υπάρχει πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία και κατά τύχη.[ΕΤΥΜΟΛ. < βρίσκω. Πρόκειται για ουσιαστικοποιημένη μετοχή του μέσου ενεστώτα του βρίσκω. Τέτοιες μετοχές δεν έχουν μόνον σημασία ενεστώτα, αλλά διάφορη, συνήθως επιθετική, άλλοτε δε και σημασία ουσιαστικού, πρβλ. πουλί πετούμενο, χρειαζούμενο πράγμα, βρεχούμενο νερό «το της βροχής», το μελλούμενο «πεπρωμένο», τα βρισκούμενα (η λ. στον πληθ. αριθμό υπονοεί τα φαγητά), τα λαλούμενα «μουσικά όργανα», κ.λπ.].
Dictionary of Greek. 2013.